- πεντηκοστιανοί
- οιεκκλ. προτεσταντική αίρεση την οποία ίδρυσε το 1907 ο Αμβρόσιος Τόμπλισον στο Κλήβελαντ τής πολιτείας Οχάιο τών ΗΠΑ και τής οποίας οι οπαδοί ονομάστηκαν έτσι από την Πεντηκοστή, δηλ. την ημέρα κατά την οποία κατήλθε το Άγιο Πνεύμα στους αποστόλους, και οι οποίοι πιστεύουν ότι βαφτίζονται στο Άγιο Πνεύμα και αποκτούν έτσι τα χαρίσματα τής γλωσσολαλιάς, τής προφητείας κ.ά., αίρεσης τής οποίας παραφυάδες είναι η Αποστολική Εκκλησία τής Πεντηκοστής, η Εκκλησία Θεού Πεντηκοστής που ίδρυσε ο Μ. Κούνας στην Αθήνα το 1927 και η Ελευθέρα Αποστολική Εκκλησία τής Πεντηκοστής που εμφανίστηκε στη δεκαετία τού 1960 στην Αθήνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < Πεντηκοστή + κατάλ. -ιανοί (πρβλ. χριστ-ιανοί)].
Dictionary of Greek. 2013.